top of page

...

Το πρωί η καταιγίδα το παράθυρο κτυπάει ρυθμικά, είναι μια μουσική αισθημάτων για όλα όσα γεύτηκα, άκουσα και άγγιξα.

Μου λέει πως τώρα γέρασα, ζαλίστηκα και ξέχασα τα θορυβώδη γλέντια, τα ιδρωμένα πρόσωπα, τη μυρωδιά στο δέρμα, τα χάδια, τα ξενύχτια, την κάθε επανάληψη, την έντονη ανία.

Αυτές οι στιγμές που έζησα και τώρα έχουν χαθεί, ξεράθηκαν μες’ το μυαλό, σιγά σιγά έχουν γενεί γρατσουνιές πάνω στο δέρμα που όλα και ξεραίνεται, μαραίνετε, πεθαίνει.

Όχημα

Απόγευμα στις έξι, ξεκίνησα το όχημα κι έψαξα για πέτρες που γνώριζαν τη στράτα, την άσφαλτο, την ώρα.

Πυρπόλησα το όχημα και βρήκα δυο σκουλήκια που διηγούνταν τη σκιά, τη μπερδεμένη μπόρα.

Μου είπαν για δρόμους μακρινούς, για ξεχασμένους τόπους που χάθηκαν από σεισμούς, πολέμους και αρρώστιες. Τα λογία τους με τρόμαξαν, πότε μου δεν τα ξέχασα, στο δέρμα μου τα χάραξα πάντα να μου θυμίζουν την παρακμή που έρχεται, αναπόφευκτη για όλα.

Ανία

Κάθισα σε όμορφο δωμάτιο με γυάλινο πολυέλαιο για να δειπνήσω μοναχός. Μετά απ’το δείπνο σκέφτομαι πως νύκτες τώρα βλέπω τη γαλήνη να γίνεται ένα όνειρο λευκό σαν το κορμί το γέρικο.

Το όνειρο δείχνει τη νόηση αδειανή σε δίσκο ασημένιο με τα αποφάγια ενός γλεντιού. Τα σκουλήκια είναι εκεί, μασούνε τα άσπρα μου μαλλιά που είναι τυλιγμένα σε φλούδες μολυσμένες.

Και τότε είναι που ξυπνώ, θέλοντας κάτι νέο, μα τίποτα δεν διαπερνά την αδιαφορία, την απραξία της στιγμής που είναι πάντα η ίδια.

Τα οράματα αυτά ξέρουνε πως πέθανε η νιότη, η νιότη ανταλλάχθηκε με το τρόμος της αδράνειας, της γερασμένης σκέψης που σιγά σιγά νικάει.

Με τέτοιες σκέψεις στο μυαλό πληρώνω το λογαριασμό και φεύγω για το σπίτι. Τα βήματα μου τα μετρώ και λέω στον εαυτό μου πως αν δεν μετρούσα όλα τα αν και τα γιατί, ίσως να σταματούσα τις εμμονές και το θυμό που βράζουν μέσα στο κορμί κάτω από δέρμα που έχει πια ξεφλουδιστεί.

Πληγή

Απέρριψα τον κύκλο αφού δεν σχεδιάζεται ορθά. Κι έτσι αποφάσισα μες τις γωνίες να ζώ μέσα σε ‘να ορθό τετράγωνο, γεμάτο ωραία γράμματα, δερμάτινα βιβλία.

Μετά που μετακόμισα, γωνιές, θεμέλια έσκαψα και έφτιαξα κρυψώνες, αρχειοθέτησα πληγές, τον πόνο στο στομάχι, το έλκος που απέκτησα στα παιδικά τα χρόνια μαζί με όλα τα χάπια, τα δώρα των δασκάλων.

Το ξέρω πως τα χάπια τρυπάνε το στομάχι, το ξέρω πως θα έπρεπε όλα να τα φτύσω για να πνιγώ σταδιακά με τα οξέα της ύλης.

Φυγή

Έφυγα κι άφησα το βλέμμα μου ν’ αλλάξει, το δέρμα να ξεφλουδιστεί, το πρόσωπο να αναπλαστεί, να γίνει κάτι άλλο, να πάρει άλλη όψη.

Η γλώσσα όμως μπερδεύτηκε, το παντελόνι έγινε κιμονό και φράκο, τα παπούτσια μαύρα σάνταλα, η ζώνη μπλε ελαστική, ρολόι και καπέλο.

Κι όταν στο τέλος γύρισα κανείς δεν με αναγνώρισε. Mε νόμισαν για ξένο, μου μίλησαν εγγλέζικα, και είπαν στα ελληνικά,

“Τι άνθρωπος παράξενος, καλύτερα να φύγει.”

Γύμνια

Πέσαμε ανεβήκαμε και πέσαμε ξανά, εσύ και εγώ, αυτός και αυτοί, εσύ και αυτοί, με μένα και εσένα.

Κάναμε μπάνιο και καθαρίσαμε τη γύμνια της σκηνής, το ανθρώπινο το άρωμα, τη βρώμα, τον ιδρώτα, τη δυσωδία της αλλαγής.

Τα γυμνά σώματα που ήρθαν ήταν πολλά, αυτά που γνωρίζαμε καλά, τα περισσότερα άγνωστα και έχουν πλέον φύγει.

Πραγματικά όλα έχουν ξεχαστεί, και τώρα μόνοι, συρρικνωμένα μικρά κωφά ανθρωπάκια.

Και ο χρόνος να περνάει, να μεγαλώνει μουδιασμένος με ανεπιθύμητα γεράματα στις ζαρωμένες παλάμες και τα αδύναμα χέρια.



Την επομένη το πρωί ο ήλιος ήρθε δυνατός, εκεί ψηλά στον ουρανό σπρώχνοντας τη μέρα μπρος.

Ο ήλιος ξέρει το σκοπό, τη μια στιγμή εκεί εδώ, το όχημα μου το παλιό, ο πονοκέφαλος να πάλλει στο μυαλό, το στομάχι φούσκωσε έσχισε στα δυο, η τσάντα έλιωσε σε κουτί ιστορικό, ένα δοχείο με νερό, οι αγελάδες που μασούν χαλασμένο το σανό.

Τα κορμιά ήρθαν μια βραδιά, τα γκρίζα αδύναμα μαλλιά, οι φλούδες, το κινητό, ξερά γαρίφαλά πετώ, το όνειρο εφηβικό, η γέφυρα μικρή στο γυρισμό, μονάχος κάθομαι δειπνώ, το δέρμα γίνεται ξερό, η μπλε γραβάτα δανική, η κουβέρτα πολύ λεπτή, η γωνιά ο θυμός η μουσική, τα δάκρια μένουν στη ψυχή, οι λέξεις κόβουν τη καρδία, η λεπίδα έχει σκουριά, ο καφές πιο μαύρος είναι πικρός, το σφουγγάρι στο μυαλό, η άγνοια στο καθημερινό, τα χόρτα κίτρινα στο φως, τα χάπια τώρα καυτερά, η παλάσκα οξέα κουβαλά.

Ο δρόμος για όνειρα ανηφορικός, οι αναστεναγμοί, τα βογκητά, η ανιά των δειλινών, η πληγή επουλώνει μα ανοίγει το πρωινό, μια κοιλάδα πράσινη πίσω από το βουνό, τα ταξίδια η φυγή από το τωρινό, τα μπερδεμένα λογία με διπλό νόημα λαλώ, τα σκαλοπάτια στο πουθενά να οδηγούν, οι ψευδαισθήσεις έρχονται στο νου, στα σκοτεινά με ψίθυρους με καλούν

Η αγωνιά των μεγάλων σχεδιασμών, οι γνωριμίες της μιας βραδιάς, οι συναντήσεις στα τυφλά, τα ψεύτικα υγρά φιλιά, τα όμορφα γυμνά κορμιά ποθητά όμως μακριά, όλα τα χαμόγελα αρνητικά, οι πόρτες κλειστές χωρίς κλειδιά, η ευτυχία να κλέβεται σταδιακά, οι τόσες φωνές χωρίς μιλιά.

Αυτά και πιο πολλά, όλα μαζί εκτοξεύονται εκρηκτικά, κομμάτια γίνονται μικρά, γεμάτα αναστεναγμούς μετατρέπονται σε τραγούδια μουσικά με δύστυχα βαριά.

Σαν τελειώνει η μουσική, τα λογία στέκονται σε μια τέλεια γραμμή, τη πλατεία παρατηρούν πριν πουν το μίσος που κρατούν. Η φωνή τους πρέπει να ακουστεί, γιατί αν δεν φανερωθεί η σιωπή σε τοίχους θα μετατραπεί. Και καθώς το πριν σιγά λαλούν, μια ζέστη έρχεται στο νου που αφήνει σκέψεις να διάβουν.

Και τότε είναι η στιγμή που η βαλίτσα αδειανή σε άλλους τόπους προχωρεί. Με μια ανάσα δυνατή κατευθύνεται μπροστά για νέο ταξίδι μακρινό χωρίς το πριν μες το μυαλό.

NeverASoundOfBuilding-17-7R401064.jpg
NeverASoundOfBuilding-18-YMK_OD Walls -15-VC.jpg
bottom of page